-
1 оборудование
1. (действие) о εξοπλισμός, η εγκατάσταση 2. (аппаратура) о εξοπλισμ/ός, οι συσκευές, τα μηχανήματα, η εγκατάστασηавтотормозное ж.-д. η εγκατάσταση της αυτόματης πέδηςмонтажное - τα μηχανήματα ανέγερσης/συναρμολόγησης- της παραγωγής, βιομηχανικός -швартовное - мор. τα εξαρτήματα ορμίσεωςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > оборудование
-
2 оборудование
оборудованиес в разн. знач. ὁ ἐξοπλισμός, ἡ ἐγκατάσταση [-ις]:промышленное \оборудование ὁ βιομηχανικός ἐξοπλισμός· машинное \оборудование ὁ£ μηχανές ἐργοστασίου· новое \оборудование οἱ νέες ἐγκαταστάσεις.